- πρύλεες
- πρύλιςdance in armourfem nom/voc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρυλέες — men at arms masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυλέες — έων, οἱ, Α 1. πεζοί στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς, οι οποίοι μάχονταν από το άρμα τους 2. ως επίθ. πυκνοί, πάμπολλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αιγαιικής προέλευσης. Αμφίβολη παραμένει η σύνδεση τής λ. με την πρόθεση… … Dictionary of Greek
πρυλεῖς — πρυλέες men at arms masc nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυλέας — πρυλέες men at arms masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυλέων — πρυλέες men at arms masc gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυλεύσεις — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ ἱερεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *πρυλεύω. Αξιοσημείωτη είναι η θρησκευτική σημ. τής λ. παράλληλα προς την στρατιωτική σημ.… … Dictionary of Greek
πρύλις — εως, ἡ, Α 1. είδος πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι 2. (στην Κρήτη) ο χορός πυρρίχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και, κατνώςά μία άποψη, έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. πρυλίων της γεν. πληθ. τής λ. πρυλέες] … Dictionary of Greek
προυλέσι — Α (κατά τον Ησύχ.) «πεζοῑς ὁπλίταις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. πιθ. βοιωτ. ή αιολ. τής δοτ. τού τ. πρυλέες*] … Dictionary of Greek
πρυλέεσιν — πρύλις dance in armour fem dat pl (epic ionic) πρυλέες men at arms masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυλέεσσ' — πρυλέεσσι , πρύλις dance in armour fem dat pl (epic) πρυλέεσσι , πρυλέες men at arms masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)